- προκάταρξις
- προκάτ-αρξις, εως, ἡ,A first beginning, τῆς δίκης, i.e. litis contestatio, Cod.Just. 1.3.45.4;
τοῦ δικαστηρίου POxy.67.11
(iv A. D.).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
τοῦ δικαστηρίου POxy.67.11
(iv A. D.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
προκάταρξις — first beginning fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προκάταρξις — άρξεως, Α [προκατάρχω] 1. η πρώτη έναρξη 2. φρ. «προκάταρξις τῆς δίκης» (δικαν. όρος) έγερση αγωγής … Dictionary of Greek
προκατάρξει — προκάταρξις first beginning fem nom/voc/acc dual (attic epic) προκατάρξεϊ , προκάταρξις first beginning fem dat sg (epic) προκάταρξις first beginning fem dat sg (attic ionic) προκατάρχομαι aor subj act 3rd sg (epic) προκατάρχομαι fut ind mid 2nd… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προκατάρξεις — προκάταρξις first beginning fem nom/voc pl (attic epic) προκάταρξις first beginning fem nom/acc pl (attic) προκατάρχομαι aor subj act 2nd sg (epic) προκατάρχομαι fut ind act 2nd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προκάταρξιν — προκάταρξις first beginning fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προκατάρξεως — προκατάρξεω̆ς , προκάταρξις first beginning fem gen sg (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)